(Η
παρούσα ανάλυση δημοσιεύτηκε στην έντυπη έκδοση του Foreign Affairs Hellenic
Edition στο τεύχος Μαρτίου-Απριλίου 2016. Οι εξελίξεις μετά την επικράτηση του
Brexit στο δημοψήφισμα της 23ης Ιουνίου 2016 στην Μεγάλη Βρετανία δίνουν νέα
δυναμική και ενδιαφέρον στην εν λόγω ανάλυση.)
Τα
τελευταία χρόνια έχει φουντώσει η ρητορική που προβάλει ως λύση για τα αδιέξοδα
της Ευρωπαϊκής Ένωσης, την “πολιτική ενοποίηση” της Ευρώπης. Οι φωνές αυτές
θεωρούν ότι αν θέλουμε τη συνέχιση της νομισματικής ένωσης, αλλά και ασφάλεια
μπροστά σε μια πρωτοφανή μεταναστευτική κρίση που όμοιά της δεν έχει δει η
Ευρώπη από το τέλος του Β’ Παγκόσμιο
Πόλεμο, τότε ο δρόμος αυτός είναι μονόδρομος. Το θέμα αυτό όμως, γεννάει μια
σειρά από ζητήματα που δεν μπορούν άλλο να παραμείνουν αναπάντητα…
Του Παναγιώτη Α. Καράμπελα* - 13/03/2016
Το εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
ιδιαίτερα με την προοπτική που ευαγγελίζονται κάποιοι, αυτή της πολιτικής
ενοποίησης ή αλλιώς της δημιουργίας πρακτικά των Η.Π.Ε. (Ηνωμένων Πολιτειών της
Ευρώπης), όπως πρώτος επίσημα σε ελληνικό -τουλάχιστον- έδαφος ανέφερε ο πρώην
πρωθυπουργός του Βελγίου κ. Guy Verhofstadt στο Πανεπιστήμιο Αθηνών τον Μάρτιο
του 2006, είναι αδιαμφισβήτητα το σημαντικότερο γεγονός που συνέβη στην Ευρώπη
μετά την Αναγέννηση. Αν προσέξουμε το πριν και το μετά και στα δύο αυτά
ιστορικά ορόσημα –το ένα ολοκληρωθέν γεγονός, το άλλο εν εξελίξει–
καταδεικνύουν το μέγεθος της μεταμόρφωσης για την οποία μιλάμε σε κοινωνικό, οικονομικό
και πολιτικό επίπεδο. Κάπου εδώ όμως, τελειώνουν οι ομοιότητες και αρχίζουν τα
προβλήματα… Ας δούμε τις δύο περιπτώσεις πιο προσεκτικά.
Από την Αναγέννηση στην Ε.Ε.
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά την
Αναγέννησης ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξεκίνησε και εξελίχθηκε. Κάποιοι
άνθρωποι με ευρύτητα σκέψης και αξιοπρόσεκτη παιδεία, αφουγκράστηκαν και
διερμήνευσαν τις ανησυχίες της κοινωνίας και άρχισαν να βλέπουν ο καθένας στον
τομέα ενδιαφέροντός του –επιστήμες, δικαιώματα του ανθρώπου κτλ.– τα προβλήματα
και τα λάθη της καθεστηκυίας τάξης του Μεσαίωνα και μέσα από φωτισμένα
συγγράμματα και με μεγάλο ρίσκο, προσπάθησαν να τα επικοινωνήσουν προς τα έξω.
Κάποιοι εξίσου φωτισμένοι ηγέτες, προύχοντες και άρχοντες επηρεάστηκαν από τις
νέες ιδέες που κυκλοφορούσαν και αφού πήραν πολλούς εκ των διανοητών αυτών υπό
την προστασία τους, εξέδωσαν τα έργα τους και άρχισαν δειλά-δειλά να εφαρμόζουν
κάποιες από τις ιδέες αυτές κατά την διοίκησή τους.
Να σημειώσουμε πως ουσιαστική
αντιπροσωπευτική δημοκρατία, όπως αυτή που νομίζουμε ότι έχουμε σήμερα, δεν
υπήρχε ούτε τότε. Αντιθέτως γινόταν ότι ήθελε ο βασιλιάς, ο τοποτηρητής κτλ.
Και ακόμα και στις περιπτώσεις που βλέπουμε την ύπαρξη ενός είδους
κοινοβουλίου, αυτό εκπροσωπούσε πάλι την καθεστηκυία τάξη, καθώς μιλάμε για
βουλή λόρδων και λοιπών αριστοκρατών.
Με το πέρασμα των ετών αυτές οι
ανανεωτικές ιδέες και πρακτικές κέρδιζαν έδαφος σε όλο και περισσότερα και
υψηλότερα επίπεδα εξουσίας ανά την Ευρώπη, μέχρι που κάποια στιγμή η κρίσιμη
μάζα της καθεστηκυίας τάξης είχε μπολιαστεί με τις Αρχές αυτού που τώρα πλέον
ονομάζουμε Αναγέννηση.
Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η μεγάλη αυτή
πρόοδος στην Ευρώπη, επετεύχθη κατόπιν μιας πίεσης και μιας δραστηριότητας που
ξεκίνησε από χαμηλά, από την βάση, από το λαό και όχι από ψηλά, από τα σαλόνια
της εξουσίας και την αριστοκρατία. Από κάτω προς τα πάνω, σχηματικά σαν μια
πυραμίδα. Από την απαίτηση των πολλών της βάσης, στους λίγους της κορυφής. Η
περίπτωση της εν δυνάμει πολιτικά ενωμένης Ε.Ε., όμως, έχει εντελώς διαφορετική
αφετηρία.
Μετά τον Β’ΠΠ, μια αρχικά εμπορική και
βιομηχανική προσπάθεια στενότερης ευρωπαϊκής συνεργασίας, η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα
(ΕΚΑΧ) - European Coal and Steel Community, που ξεκίνησε από τις ηγεσίες
των μεγαλυτέρων Ευρωπαϊκών χωρών του Βορρά, εξελίχθηκε πατώντας σε μεγάλο βαθμό
στον έναν και κύριο ευσεβή πόθο των λαών, να μην επαναληφθούν οι θηριωδίες που
ήταν ακόμα τόσο πρόσφατες. Με τον καιρό η προσπάθεια αυτή πέρασε στη φάση της Ευρωπαϊκής Οικονομικής Κοινότητας (Ε.Ο.Κ.)
και μετέπειτα στην επόμενη της Ευρωπαϊκής
Ένωσης (Ε.Ε.) και στην όλη προσπάθεια που γίνεται τώρα με το κοινό
νόμισμα και την ευρωζώνη, με σαφέστατη πλέον την πρόθεση, των ηγετών πάντα, να
προχωρήσει άμεσα τελικά στην πολιτική ενοποίηση, δηλαδή στην δημιουργία ενός
καινούργιου ενιαίου κράτους.
Δημοκρατία χωρίς τον δήμο…
Όμως, σε όλα αυτά τα ενδιάμεσα στάδια
υπάρχει ένας παράγων που παρέμεινε πάντα σταθερός: ο αποκλεισμός των λαών της
Ευρώπης από την σχεδιαζόμενη πορεία αυτής. Έχουμε, δηλαδή, την αντιστροφή της
προαναφερθείσας πυραμίδας, καθώς βλέπουμε τις ηγεσίες των κρατών-μελών να
επιβάλλουν στους πολίτες τους ένα μέλλον χωρίς κάποια εξήγηση, συζήτηση,
ερώτηση, έγκριση ή έστω έγκαιρη ενημέρωση. Και ακόμα και γι αυτούς που θα
ισχυριστούν ότι σχεδόν από την αρχή υπήρχαν οι φεντεραλιστές που οραματίζονταν
την πλήρη πολιτική ενοποίηση, το ερώτημα είναι αφοπλιστικό: ο μέσος ευρωπαίος
πολίτης γνωρίζει ποιος ήταν ο…Μπέλα Μπελάσα και ο Βίνερ ή πολύ περισσότερο τι
πρέσβευαν; Εκτός κι αν κάποιοι οραματίζονται μια Ευρώπη αποκλειστικά των
ακαδημαϊκών…
Οι ευρωεκλογές, στις περισσότερες χώρες, σπάνια
έως ποτέ δεν είχαν κάποια συγκεκριμένη ατζέντα πάνω στην οποία θα γινόταν
κάποια συζήτηση για το τι προγραμματίζεται να γίνει μέσα στη θητεία του ευρωκοινοβουλίου
ή πολύ περισσότερο για το μέλλον την Ε.Ε. Οι προεκλογικές περίοδοι αναλώνονταν
σε θέματα εσωτερικής πολιτικής και κομματικές αντιμαχίες. Αλλά και το ίδιο το ευρωκοινοβούλιο
έχει μόνο περιφερειακό αν όχι διακοσμητικό ρόλο στην πραγματική “διακυβέρνηση”
της Ε.Ε., αφού η Κομισιόν και οι άπειροι τεχνοκράτες των Βρυξελλών βγάζουν τις
περίφημες και δεσμευτικές για τα κράτη-μέλη ευρωπαϊκές ντιρεκτίβες, που
εμπεριέχουν όμως όλη την ουσία. Η πλειοψηφία άλλωστε των νόμων που περνούν από
τα ευρωπαϊκά κοινοβούλια έρχονται πλέον από τις Βρυξέλλες. Οι δε αποφάσεις των
κοινών συνεδριάσεων των υπουργών όπως και των Συνόδων Κορυφής, γίνονται επί την
βάση των συμφερόντων της κάθε ισχυρής, κυρίως, χώρας που περνάει το δικό της με
τον ένα ή τον άλλο τρόπο, και όχι μάλιστα για πολύ ακόμα με την…“ενοχλητική” αρχή
της ομοφωνίας.
Πολύ βολικά, σχεδόν κανένας ευρωπαίος
πολίτης δεν γνωρίζει πραγματικά τι συζητείται και τι περνάει από το ευρωκοινοβούλιο
και τη Κομισιόν, όπως βέβαια κανείς δεν γνωρίζει ποιοι είναι, πόσοι είναι, πως και
με τι κριτήρια βρέθηκαν εκεί οι προαναφερθέντες τεχνοκράτες των αναρίθμητων
επιτροπών και υποεπιτροπών, που όμως ουσιαστικά καθορίζουν εν τέλει τη ζωή μας.
Μέσα από την κρίση που βιώνουμε, τα προβλήματα από αυτή τη τακτική άρχισαν
πλέον να φαίνονται, με το παράδειγμα της χώρας μας να βάζει μια σειρά από
ερωτηματικά όσον αφορά την πορεία και την αναγκαιότητα και της πολιτικής
ενοποίησης της Ευρώπης, αλλά για πολλούς, και της Ελλάδας μέσα σε αυτήν.
Ένα παράδειγμα της τάσης των εκάστοτε
κυβερνώντων, να αποκλείουν τους πολίτες από κάθε διαδικασία, είναι η διαχείριση
στην Ελλάδα του λεγομένου “Ευρωσυντάγματος” το 2008. Ενώ κάποιες άλλες χώρες
της Ε.Ε. με πολίτες με πιο αυξημένα δημοκρατικά αντανακλαστικά, δεν μπόρεσαν να
αποφύγουν το δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα, στην Ελλάδα δεν έγινε καμία
τέτοια συζήτηση, παρά τις φωνές που το ζητούσαν. Για τους γνωρίζοντες, μια
κοινή απάντησή στα χείλη πολλών πολιτικών, σχεδόν διακομματικά, σε διάφορες
συζητήσεις εκείνο τον καιρό για το ενδεχόμενο ενός δημοψηφίσματος στη χώρα μας,
ήταν ότι ο Ελληνικός λαός δεν είναι ώριμος
για να παίρνει τέτοιες αποφάσεις…
Αλλά και τα δημοψηφίσματα που έγιναν
(επικίνδυνα...“ατυχήματα” από μόνα τους), δεν θα ήταν δυνατό να σταματήσουν
τους σχεδιασμούς τους. Έτσι όταν οι Ιρλανδοί στο εκεί δημοψήφισμα απέρριψαν το
Ευρωσύνταγμα, απλά αυτό...επανελήφθη! Και από ότι φαίνεται αυτό θα συνεχιζόταν
όσες φορές χρειαζόταν, μέχρι να έβγαινε το...“σωστό” αποτέλεσμα.
Quo vadis Europa?
Στην Ευρώπη όλα αυτά τα χρόνια μια χώρα, η
Γερμανία, έχει αποδείξει τόσο την οικονομική της δύναμη όσο και την ηγετική της
παρουσία στην λήψη αποφάσεων. Όμως, η οικονομική κρίση μας έδωσε την ευκαιρία
να δούμε κάποια αρκετά καθαρά δείγματα γραφής του οράματος που έχει, ειδικά
αλλά όχι αποκλειστικά, η κυρίαρχη μεταξύ “ίσων” Γερμανία για την εξέλιξη της
Ευρώπης. Η λογική προβολή στο μέλλον της στάσης που κρατάει η Γερμανία σήμερα,
με τα έντονα χαρακτηριστικά κηδεμονίας επί της Ε.Ε. και των οργάνων της, μας
υποδεικνύει τον κίνδυνο να κρατήσει την ίδια στάση στη πράξη και μετά τη
πολιτική ενοποίηση, εάν και εφόσον τελικά αυτή υλοποιηθεί. Η απλή εφαρμογή
στοιχείων συμπεριφορικής ψυχολογίας μας υποδεικνύει ότι μια συμπεριφορά που
φέρνει αποτελέσματα, ικανοποιεί το εσωτερικό αίσθημα ασφάλειας και έχει γίνει
συστημική, ειδικά μέσα σε έναν οργανισμό συνόλου ανθρώπων όπως είναι ένα κράτος,
είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να αλλάξει ή πολύ περισσότερο να αντιστραφεί. Έτσι
είναι πιθανότερο αυτή η τάση της Γερμανίας προς κηδεμονία να γιγαντωθεί παρά να
υποχωρήσει.
Ο ουσιαστικός κίνδυνος, λοιπόν, είναι ότι
δεν θα υπάρξει μια αμοιβαία εκχώρηση “εθνικής κυριαρχίας” όπως έχει
χαρακτηριστικά ειπωθεί, διότι η Γερμανία εν τοις πράγμασι δεν έχει προσέλθει με
τα ίδια κίνητρα. Παραχώρησε, παραχωρεί ή θα παραχωρήσει κυριαρχικά δικαιώματα
με την προϋπόθεση ότι αυτό που κέρδισε, κερδίζει ή θα κερδίσει είναι
τουλάχιστον όσο καλό και σημαντικό όσο αυτό που έδωσε. Παραχωρεί, λοιπόν,
δικαιώματα στις Βρυξέλλες σταδιακά και η ίδια, όμως το Βερολίνο…ελέγχει τις
Βρυξέλλες. Έτσι επανακτά τον έλεγχο του “κομματιού” κυριαρχίας που έχασε, αλλά
παράλληλα αποκτά πλέον και τον έλεγχο και του μέρους της κυριαρχίας που
καλοπροαίρετα παρέδωσαν και όλοι οι άλλοι, δηλαδή, εμείς. Έτσι, λοιπόν, διατρέχουμε
τον κίνδυνο με την πολιτική ένωση να μετατραπούμε, επί της ουσίας, σε άλλο ένα ομόσπονδο
κρατίδιο μιας μεγαλύτερης, μεγενθυμένης Γερμανικής Ομοσπονδίας…
Θα πρέπει να γίνει σαφής ο διαχωρισμός
μεταξύ των αγαθών προθέσεων των μικρότερων κρατών, κυρίως του ευρωπαϊκού νότου
και της αποικιοκρατικής λογικής με την οποία προσεγγίζουν το θέμα οι χώρες του βορρά.
Ας μην μας διαφεύγει ότι η αποικιοκρατία επί σειρά αιώνων ενδυνάμωσε αυτές τις
χώρες και είναι ενσωματωμένη στο συλλογικό τους υποσυνείδητο ως κάτι, αν μη τι
άλλο, αποδεκτό. Κάτι τέτοιο γίνεται φανερό και σε πολλές από τις εμπορικές
ντιρεκτίβες που έχουν εκδοθεί όλα αυτά τα χρόνια από τις Βρυξέλλες.
Στην αρχή έγινε μια, μάλλον…επιτυχημένη
προσπάθεια, ομολογουμένως, να αποβιομηχανοποιηθούν οι μικρότερες χώρες του
ευρωπαϊκού νότου και σχεδόν παράλληλα ξεκίνησαν οι περιορισμοί στις αγροτικές
καλλιέργειες. Έτσι η Ελλάδα θα πρέπει να έχει πλαφόν π.χ. στην παραγωγή
πορτοκαλιών, με το πρόσχημα ότι “και η
Ισπανία παράγει πορτοκάλια, οπότε θα τα παίρνει η Ευρώπη, κυρίως, από εκεί”.
Περιορισμοί, επίσης, υπάρχουν και σε εξαγωγές σε χώρες εκτός Ε.Ε. με παρόμοια
προσχήματα. Έτσι βλέπουμε το φαινόμενο, οι χωματερές να γεμίζουν με προϊόντα
που θα μπορούσαν ίσως να είχαν εξαχθεί. Άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, έχουν
εκμεταλλευτεί εξαιρέσεις που έχουν πετύχει για κάποιες υπερπόντιες κτήσεις
τους, για να παρακάμπτουν παρόμοιους περιορισμούς.
Δεν λέει, όμως, κανείς στις ισχυρές χώρες
της Ε.Ε. και κυρίως στη Γερμανία, να μπει πλαφόν π.χ. στη παραγωγή ψυγείων,
επειδή θέλουμε κι άλλες χώρες να παράγουμε αυτό το προϊόν. Αυτό θα ήταν αστείο
για το Βερολίνο. Ούτε καν που θα το συζητούσε. Πως, όμως, θα υπάρξει ανάπτυξη
και θα παραχθεί πλούτος όταν μπαίνουν τέτοιοι άνισοι περιορισμοί; “Τα δικά μας”, λοιπόν, “δικά μας, και τα δικά σας δια δύο”, κατά
τα αποικιοκρατικά τους πρότυπα, ακριβώς όπως συνέβαινε την εποχή που οι
Ευρωπαϊκές χώρες κατέκλεβαν τον πλούτο ολόκληρων Ηπείρων και λαών με το “έτσι θέλω”…
Τα παραπάνω κάνουν σαφές το όραμα που
έχουν οι “ηγέτιδες” δυνάμεις της Ευρώπης για τη μορφή που θα έχει η πολιτική
ενοποίηση που προωθούν. Αυτό όμως που αποτελεί την μεγαλύτερη επιτυχία συγκεκριμένα
της Γερμανίας, είναι το γεγονός ότι λόγω της οικονομικής κρίσης και του
επιμελώς μελετημένου(;) καταστροφικού χειρισμού αυτής, έχει φέρει σε τέτοια
απόγνωση τους υπολοίπους εταίρους της, ώστε στην προσπάθειά τους να μην
καταρρεύσει ολόκληρο το οικοδόμημα, σχεδόν να παρακαλάνε το Βερολίνο να δεχθεί π.χ.
την έκδοση ευρωομολόγων –που φαινομενικά δεν ήθελε σε αυτή τη φάση– αλλά κυρίως
την τραπεζική ένωση και φυσικά την επακόλουθη ισχυρή οικονομική κεντρική
διοίκηση της ευρωζώνης. Αυτό, βεβαίως, για όσους έχουν στοιχειώδη αντίληψη περί
οικονομίας, δεν μπορεί να λειτουργήσει αν δεν υπάρχει και πολιτική/διοικητική
ένωση. Ουσιαστικά, δηλαδή, η Γερμανία έχει κάνει τους εταίρους της να την
παρακαλάνε να ενωθούν υπό την σκέπη και την κυριαρχία της. Στο σκάκι αυτό
ονομάζεται Ρούα-Ματ. Πόσο μακράν πιο επιτυχημένη στρατηγική για τη Γερμανία από
αυτή των δύο Παγκοσμίων Πολέμων...
Δειλά-δειλά, μάλιστα, και δεδομένου ότι
οι…παρακλήσεις δημιουργούν την σιγουριά ότι η θέση περί οικονομικής και πολιτικής
ενοποίησης παγιώνεται ως μονόδρομος, και Γερμανοί αξιωματούχοι πλέον άνευ συστολών
προκρίνουν την κοινή οικονομική διοίκηση υπό τη μορφή ενός Ευρωπαίου “υπερ-υπουργού
οικονομικών” για την ευρωζώνη, με δικαίωμα βέτο(!) στους προϋπολογισμούς των
κρατών, όπως είχε προτείνει και ο κ. Σόιμπλε.
Μεταναστευτικό και Brexit
Η μεταναστευτική κρίση, όμως, που
προστέθηκε στην οικονομική, ήρθε για να διαλύσει πέραν πάσης αμφιβολίας την
εικονική πραγματικότητα της “ευρωπαϊκής οικογένειας”. Η πλήρης αδυναμία της
Ευρώπης να συνειδητοποιήσει εγκαίρως το ρόλο της Τουρκίας στη δημιουργία του
προβλήματος και ο δουλικός τρόπος αποδοχής των τουρκικών εκβιασμών, αποτέλεσε
ένα σοκ ακόμα και για τους φεντεραλιστές, όσο κι αν δεν το παραδέχονται ανοιχτά.
Αντί να αντιμετωπιστεί η Τουρκία ως μέρος του προβλήματος όπως πραγματικά
είναι, αντιμετωπίστηκε σαν προνομιακός συνομιλητής. Η Άγκυρα αντιλαμβανόμενη
την αδυναμία συμφωνίας μέσα στις τάξεις της Ε.Ε. σε μια κοινή όσο και λογική
θέση, αποθρασύνθηκε στο εσωτερικό της ξεσπώντας όπως από καιρό ήθελε στην
ελευθερία του Τύπου ακριβώς τις ημέρες της κοινής Συνόδου Ε.Ε.-Τουρκίας!
Αποτέλεσμα αυτού ήταν οι ευρωπαίοι ηγέτες να συνομιλούν ως ίσοι προς ίσο με μια
κυβέρνηση που αν και εκλέχτηκε δημοκρατικά ρέπει με αυξανόμενο ρυθμό προς τον
απολυταρχισμό. Τέτοιες μετεκλογικές μεταμορφώσεις τις έχουμε ξαναδεί στο
παρελθόν, όπως στη Γερμανία τη δεκαετίας του ’30, και ως τακτική δεν θα πρέπει
να μας παραξενεύει. Όμως, είναι ανησυχητικό να εθελοτυφλεί η Ε.Ε. και μάλιστα
να συζητάει την περαιτέρω σύσφιξη των σχέσεών της με την Τουρκία, ποδοπατώντας
πρακτικά όλες τις ευρωπαϊκές Αρχές και Αξίες οι οποίες υποτίθεται ότι γέννησαν
την Ευρωπαϊκή Ένωση…
Ο προστατευτισμός που επέδειξαν πολλές
ευρωπαϊκές χώρες κλείνοντας τα σύνορα τους, όσο κι αν κάνει κάποιους να
φρίττουν, υπογράμμισε κάτι που αποτελεί μιαν αξεπέραστη, με δημοκρατικά μέσα,
πραγματικότητα: στις κρίσιμες στιγμές, τις σημαντικές αποφάσεις που αφορούν την
ασφάλεια και το μέλλον τους, θέλουν να τις παίρνουν τα κράτη και οι λαοί μόνοι
τους. Να είναι πρακτικά και κυριολεκτικά ανεξάρτητοι. Αυτό αποτελεί δε και ένα
ακόμα καίριο πλήγμα στην επιχειρηματολογία υπέρ της δημιουργίας των “Ηνωμένων
Πολιτειών της Ευρώπης” περίπου στα πρότυπα των αντιστοίχων της Αμερικής. Οι
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (Η.Π.Α.) δημιουργήθηκαν από ανθρώπους διαφόρων
εθνικοτήτων που πήγαν στη νέα αυτή γη εν πλήρη γνώση ότι δεν υπάρχει επιστροφή.
Η πατρίδες τους ήταν πλέον χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά και ήταν αποφασισμένοι να
γυρίσουν σελίδα και όλοι μαζί να ξεκινήσουν κυριολεκτικά από το μηδέν. Στην
Ευρώπη όμως, ο κάθε λαός βρίσκεται στον τόπο του. Εκεί που υπάρχει η ιστορία
του, η συλλογική του μνήμη, ήθη, έθιμα και παραδόσεις πολλών γενεών με
διαχρονικές αναφορές στο ίδιο αυτό το έδαφος στο οποίο γεννώνται, δημιουργούν
και θάβονται. Το πλαίσιο αυτό δεν ομοιάζει σε τίποτα με τις συνθήκες γένεσης
του καινούργιου έθνους της αντίπερα όχθης του Ατλαντικού. Και αυτό γίνεται
πλέον επώδυνα αντιληπτό χάριν της τρέχουσας μεταναστευτικής κρίσης.
Την ίδια στιγμή που συμβαίνουν όλα αυτά,
οι πάντα σχολαστικοί Βρετανοί, με την τεράστια παράδοση στην διπλωματία, μέσα
από το δικό τους πρίσμα έχουν εντοπίσει τα προβλήματα αυτά και κίνησαν μια
σειρά από διαδικασίες και πιέσεις για να κρατήσουν τις αποστάσεις που τους
υπαγορεύει το ένστικτο της αυτοσυντήρησής τους. Το επερχόμενο δημοψήφισμα για
την παραμονή ή όχι του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. (Brexit),
έχει ιδιαίτερα βαρύνουσα σημασία και δεν έχει προβληματίσει ως προς την
πραγματική του αφετηρία τις ηγεσίες των υπολοίπων χωρών-μελών αλλά και τις
Βρυξέλλες όσο θα έπρεπε. Η επιτυχία δε των Βρετανών είναι ότι ακόμα κι αν
μείνει η χώρα τους στην Ε.Ε. έχουν ήδη εξασφαλίσει ειδικό καθεστώς, όρους και
συνθήκες βάση των οποίων θα γίνει αυτό. Η διαπραγμάτευση την οποία επέβαλαν
εδράστηκε στην προσπάθεια πρακτικής απομάκρυνσης του κινδύνου περαιτέρω
περιορισμού της ανεξαρτησίας, αυτονομίας και κυριαρχίας της χώρας τους, κάτι
που τελικά σε μεγάλο βαθμό επέτυχαν. Μήπως όλη αυτή τους η ανησυχία δεν είναι
απλά μια επίδειξη σνομπισμού, μια “παραξενιά” ή ένα σύμπλεγμα των φλεγματικών
Βρετανών, απότοκο της διάλυσης της Αυτοκρατορίας τους, αλλά είναι μια γνήσια
ανησυχία για έναν υπαρκτό κίνδυνο που πρέπει να προβληματίσει κι εμάς;
Η Ελληνική διάσταση
Όμως, σε ποια Ευρωπαϊκή Ένωση (τότε
Ε.Ο.Κ.) μπήκαμε το 1981; Τι λέγαμε εδώ στην Ελλάδα τότε και τι μας έλεγαν; Αν
ανατρέξει κανείς στις εφημερίδες εκείνης της εποχής, θα δει ότι δεδομένης της
πρόσφατης εισβολής στη Κύπρο το 1974, το κυριότερο ίσως επιχείρημα ήταν “να μπούμε στην ΕΟΚ γιατί θα μας προστατέψει
από την Τουρκία”. Η τόσο αφελής αυτή σκέψη ήταν κατανοητή. Αυτή άλλωστε
ήταν η εικόνα που είχε δοθεί στο κόσμο στην Ελλάδα αλλά και στην Ευρώπη. Η
Ευρώπη της αλληλεγγύης. Σε καμία στιγμή δεν παρουσιάστηκε στο ευρύ κοινό η ιδέα
της δημιουργίας ενός Ευρωπαϊκού κράτους που με μια εκ των πραγμάτων ειρηνική
αναίμακτη κατάκτηση θα απορροφούσε τις μέχρι τότε κυρίαρχες και ανεξάρτητες
χώρες της Γηραιάς Αλβιώνος. Η ιδέα που προωθείτο ήταν αυτή της στενής οικονομικής
συμμαχίας/ένωσης, της κατάργησης των δασμών, της διευκόλυνσης των μετακινήσεων
και της εργασίας ανάμεσα στις χώρες της ΕΟΚ.
Τα πράγματα σιγά-σιγά άρχισαν, όμως, να
αλλάζουν. Οι τρεις Ελληνοτουρκικές κρίσεις στα χρόνια που ακολούθησαν διέψευσαν
πανηγυρικά και πέραν πάσης αμφιβολίας την ελπίδα να δούμε την Ευρώπη
συμπαραστάτη μας ενάντια στις διεκδικήσεις της Τουρκίας. Νέες ιδέες άρχισαν να
συζητούνται σαν να είναι δεδομένες και σαν να είναι το προϊόν ειλημμένων συλλογικών(!) αποφάσεων, ποίων όμως; Οι
κανόνες του παιχνιδιού άλλαξαν αφού αυτό είχε αρχίσει. Για άλλο ταξίδι
ξεκινήσαμε με χαρά και ελπίδα και αλλού μας πηγαίνουν πλέον...
Αυτό, λοιπόν, το οποίο προωθείται είναι
επί της ουσίας η αναίμακτη αντιστροφή των αποτελεσμάτων της Επανάστασης του
1821. Η ανεξαρτησία που κατακτήθηκε με αίμα και διατηρήθηκε σε όλους τους
μετέπειτα πολέμους με υπεράνθρωπες θυσίες, θα δώσει τη θέση της στην
“εθελούσια” παραχώρηση της ελευθερίας μας, της αυτοδιάθεσής μας, της κυριαρχίας
μας σε μια καινούργια Μεγάλη Πύλη. Κάποιοι θα ισχυριστούν όχι αδίκως, ότι
ουσιαστική απελευθέρωση δεν ήρθε ποτέ, αλλά ότι το 1830 ουσιαστικά αλλάξαμε
αφέντη και πήραμε κάποια περισσότερα δικαιώματα, με τις Μεγάλες Δυνάμεις να
αποτελούν το Βεζίρη στη θέση του Βεζίρη... Ακόμα κι έτσι να είναι, αυτό δεν
αποτελεί άλλοθι για να παραδοθούμε ολοκληρωτικά πλέον στο νέο
επικυρίαρχο-Βεζίρη και μάλιστα χωρίς να “ανοίξει ρουθούνι”. Ως γνωστόν τίποτα
δεν μας ανήκει, απλώς τα έχουμε δανειστεί από τα παιδιά μας. Ας σκεφτούμε
σοβαρά: τί θα τους παραδώσουμε;
Πετυχαίνοντας το αντίθετο αποτέλεσμα
Ποιο είναι το μέλλον, λοιπόν; Η πρόβλεψη,
δυστυχώς, δεν είναι ευοίωνη. Σε αντίθεση με τις προφάσεις των εμπνευστών των
Η.Π.Ε. αλλά και των ευσεβών πόθων του απλού κόσμο, η ειρήνη κάθε άλλο παρά
εξασφαλίζεται με την παρούσα πορεία ολοκλήρωσης που έχουμε πάρει. Οι ηγεσίες
απαξιώνοντας τις επιθυμίες των λαών και βάζοντάς τους στο περιθώριο, απλώς
προλειαίνουν το έδαφος για την αποτυχία του εγχειρήματος. Τίποτα που έγινε ερήμην
των λαών δεν ευδοκίμησε ποτέ. Η στάση άλλωστε που κρατούν αρκετές χώρες στο
μεταναστευτικό αποτελεί χαρακτηριστική απόδειξη. Εάν παρ’ όλα αυτά, το
εγχείρημα ολοκληρωθεί όπως το έχουν σχεδιάσει, μοιραία μελλοντικές γενιές θα
αναγκαστούν να πάρουν ενδεχομένως και τα όπλα ακόμη για να κερδίσουν αυτά που
έχασαν. Η Ιστορία βρίθει παραδειγμάτων. Και η τραγική ειρωνεία είναι ότι η
Ε.Ο.Κ./Ε.Ε. που συνεστήθη για την διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη, τελικά θα
έχει γεννήσει το ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα…
Οι πολίτες φαίνεται ότι ξυπνούν. Ο
απαξιωτικά αναφερόμενος από κάποιους “ευρωσκεπτικισμός” είναι ίσως η υγιής
αντίδραση των ενεργών πολιτών που έχουν πολιτική σκέψη και πολιτική
διορατικότητα και που αν μη τι άλλο έχουν αντιληφθεί ότι στην μαγική εικόνα της
Ε.Ε. τα φαινόμενα απατούν. Αυτό που πρέπει να τονιστεί είναι πως κανείς σώφρων
άνθρωπος δεν είναι ενάντια σε μια ισχυρή συμμαχία/ένωση ισότιμων, ελευθέρων, ανεξαρτήτων,
κυρίαρχων κρατών και εθνών. Όμως η Ευρώπη του σήμερα δεν πηγαίνει προς αυτή τη
κατεύθυνση. Πρέπει, λοιπόν, να προσέξουμε σήμερα, τώρα, αν δεν θέλουμε να
βρεθούμε ξανά στο μέλλον να έχουμε “πέσει από τα σύννεφα”.
Διορθωτικές κινήσεις
Εφόσον υπάρχει η πρόθεση η Ε.Ε. να μην
γίνει, όχι απλά ένα κλειστό κλαμπ, αλλά ακόμα χειρότερα, ένα ελιτίστικο κλαμπ
αποκλεισμού της ευρωπαϊκής κοινωνίας και που θα αφορά μόνο τα “μέλη” του, θα
πρέπει να δρομολογηθούν διορθωτικές κινήσεις άμεσα. Η κατάσταση ίσως είναι
αναστρέψιμη μόνο υπό την προϋπόθεση ότι οι πολίτες της Ευρώπης θα μπουν με
ουσιαστικό και όχι προσχηματικό τρόπο στο κύκλο λήψης των αποφάσεων. Οι ηγέτες
της Ε.Ε. πρέπει να καταλάβουν κάποια στιγμή το μάθημα της Ιστορίας, ότι ο μόνος
πραγματικός τους σύμμαχος είναι ο ενεργός πολίτης. Και αυτός έχει δύο
χαρακτηριστικά. Πρώτον, έχει ουσιαστική παιδεία και όχι απλά εκπαίδευση ή
εξειδίκευση. Αυτά έρχονται να φυτευτούν στο γόνιμο έδαφος που έχει προετοιμάσει
η παιδεία του πολίτη. Το δεύτερο είναι η ενημέρωση. Ο ενεργός πολίτης είναι ο
ενημερωμένος πολίτης. Τα δύο αυτά χαρακτηριστικά υπαγορεύουν πρακτικά τις
διορθωτικές κινήσεις που πρέπει να ληφθούν τόσο στο επίπεδο της καθημερινότητας
όσο και στο θεσμικό.
Στο επίπεδο της καθημερινότητας εντάσσεται
η σοβαρότερη προσπάθεια παροχής της προαναφερθείσας ολοκληρωμένης παιδείας.
Προσπάθεια πολύπλοκη, χρονοβόρα και με μακροπρόθεσμα αποτελέσματα, αλλά εκ των
ουκ άνευ. Αυτός είναι ο πραγματικός Ευρωπαϊκός μονόδρομος. Σε θεσμικό επίπεδο
απαιτείται η αναμόρφωση της λειτουργίας των θεσμικών οργάνων της Ε.Ε. με
προσανατολισμό προς μια πιο συμμετοχική δημοκρατική μορφή. Όχι απλά σε ποσοστά
συμμετοχής στις ευρωεκλογές, αλλά ενδεχομένως και στην εκλογή του κάθε ανθρώπου
που θα ενσαρκώσει τουλάχιστον τους καίριους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η ενημέρωση
επί της ουσίας των θεμάτων που αφορούν την Ε.Ε. και η επαφή του ευρωπαίου
πολίτη με την καθημερινότητα των Βρυξελλών θα πρέπει να επιδιωχθεί με κάθε μέσο
και φυσικά με την χρήση όλων των δυνατοτήτων που μας παράσχει πλέον και η
τεχνολογία. Οι προεκλογικές περίοδοι για τις ευρωεκλογές θα πρέπει, επιτέλους,
να επικεντρώνονται στα θέματα που αφορούν την Ε.Ε. και το μέλλον της, όσο κι αν
το επίπεδο της πολιτικής ανά την ήπειρο δεν είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντικό.
Το σημαντικότερο, όμως, είναι ότι η Ε.Ε.
θα πρέπει να εγκαταλείψει την ουτοπική προσπάθεια να μετατραπεί σε κάτι που εκ
των πραγμάτων δεν μπορεί να γίνει. Η επιδιωκόμενη τόσο στενή ένωση τόσων χωρών,
εθνών, τόσων λαών με τόσο διαφορετικές νοοτροπίες ακόμα και μέσα σε αυτό που
ονομάζουμε Δύση, απαιτεί θυσίες και συμβιβασμούς που κανένας δεν είναι έτοιμος
να κάνει. Όχι τόσο σε πολιτικό επίπεδο, όσο στο επίπεδο της βάσης της πυραμίδας,
των πολιτών. Στους φορείς του πολιτισμού μας, τους απλούς καθημερινούς
ανθρώπους κάθε ευρωπαϊκού έθνους. Η ρεαλιστική όσο και απαραίτητη μορφή που
πρέπει να επιδιώξει να πάρει η Ε.Ε. είναι αυτή μιας μορφής ισχυρής, στενής
συμμαχίας ανεξαρτήτων κρατών και εθνών. Αλλιώς, η παροιμία του ελληνικού λαού “όποιος πάει για τα πολλά, χάνει και τα λίγα”
θα γίνει τραγικά επίκαιρη για ολόκληρη την Ευρώπη, ως ήπειρο αυτή τη φορά, και
όχι μόνο…
Δεν θεωρώ πιθανό να ακολουθηθεί αυτή η
πορεία. Τα δείγματα γραφής δεν επιτρέπουν τέτοιες ψευδαισθήσεις, ούτε ιδιαίτερη
αισιοδοξία ότι αυτή η αντίληψη θα επικρατήσει. Όμως, οφείλουμε να
προβληματιζόμαστε, να υποδεικνύουμε τα προβλήματα με ώριμο και ψύχραιμο τρόπο
και, κυρίως, να προτείνουμε λύσεις. Η εποχή των εύκολων συνθημάτων, της “Ωδής στη
Χαρά” και των φθηνών συναισθηματικών επικλήσεων τελειώνει για την Ευρώπη, εκ του
αποτελέσματος, με τρόπο ηχηρό και αδιαμφισβήτητο. Το ζητούμενο είναι να
δράσουμε πριν η κατάσταση γίνει μη αναστρέψιμη.
* Ο
Παναγιώτης Α. Καράμπελας είναι Στρατηγικός και Πολιτικός Αναλυτής με
εξειδίκευση στην Διαχείριση Κρίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου