Οι πολεμικές εξελίξεις στην ευρύτερη
γειτονιά μας τρέχουν, όπως συμβαίνει σε κάθε κρίση, με ιλιγγιώδεις ρυθμούς και
με επιπτώσεις και στον υπόλοιπο κόσμο που πριν μερικά χρόνια κάποιοι δεν
μπορούσαν να διανοηθούν. Όσοι το έκαναν γνώριζαν την απαξίωση ως γραφικοί. Δεδομένης
της επικινδυνότητας της καταστάσεως είναι κατάλληλη νομίζω η στιγμή να γίνει
μια επιγραμματική, λόγω χώρου, καταγραφή για τους μη γνωρίζοντες τα ειδικά αυτά
θέματα, των πιθανών μετώπων στα οποία ενδεχομένως να κληθεί να πολεμήσει η
Ελλάδα. Η καταγραφή αυτή θα συνοδευτεί με μια σύντομη αναφορά στο υπόβαθρο κάθε
περίπτωσης, με προσανατολισμό όμως στην Τουρκία, η οποία ως μια εκ των
πρωταγωνιστών των εν γένει εξελίξεων παρουσιάζεται ιδιαίτερα δραστήρια αυτό τον
καιρό…
Του Παναγιώτη Α. Καράμπελα* – 30/01/2016
Η άσχημη τροπή που φαίνεται να παίρνουν τα πράγματα για τη γείτονα χώρα στη
Συρία, ενδέχεται να την πιέσει να ενεργοποιήσει με κάποιο τρόπο τις
αναθεωρητικές της ιδέες απέναντί μας. Αυτό και ως αντιστάθμισμα πιθανών γεωπολιτικών
απωλειών σε άλλα μέτωπα, και λόγω της «ευκαιρίας» που δίδεται σε τέτοιες χώρες
με επεκτατικές βλέψεις, σε περιόδους αλλαγών να προσπαθούν να πετύχουν τους
σκοπούς τους μέσα στην γενικευμένη σύγχυση εκμεταλλευόμενες τις όποιες ανακατατάξεις.
Δεν θα πρέπει, επίσης, να μας διαφεύγει η σχεδόν πάγια τακτική της Τουρκίας να
εξωτερικεύει τις εσωτερικές της κρίσεις με προφανείς σκοπούς, αφενός μεν τον
αποπροσανατολισμό της εσωτερικής κοινής της γνώμης, αφετέρου δε την συσπείρωση
του λαού της γύρω από την εκάστοτε πολιτική ηγεσία της, έναντί του εκάστοτε
εξωτερικού εχθρού-στόχου που θα έχει επιλέξει.
Τρία είναι τα κύρια μέτωπα στα οποία ενδέχεται να αντιμετωπίσουμε την
τουρκική επιθετικότητα, αφήνοντας το δυνητικό μέτωπο της Κύπρου εκτός όντας για
πολλούς λόγους ξεχωριστό θέμα από μόνο του: η Θράκη, το Αιγαίο και λόγω ειδικής
γεωπολιτικής/γεωστρατηγικής αξίας το Καστελόριζο, το οποίο χρίζει ιδιαίτερης
προσοχής.
Δεν έχει νόημα να μπούμε στη λογική περιγραφής πιθανών ή απίθανων πολεμικών
σεναρίων ή σε απαρίθμηση των δυνάμεων εκατέρωθεν, αφού αυτές οι πληροφορίες
είναι γνωστές και καταγεγραμμένες κατ’ επανάληψη στον ειδικό τύπο, και δεν θα
βοηθούσαν ιδιαίτερα τους σκοπούς της παρούσας αναλύσεως. Κάποια βασικά στοιχεία
είναι αρκετά για να αποκτήσουν οι μη «μυημένοι», που μας ενδιαφέρει περισσότερο
να ενημερωθούν, μια γενική εικόνα της καταστάσεως.
Θράκη
Τα λάθη που έχουν γίνει στη Θράκη σίγουρα κάποια στιγμή στο μέλλον, αν δεν
γίνεται ήδη, θα διδάσκονται σε κάποια πανεπιστήμια και σχολές του εξωτερικού,
για το ποια λάθη πρέπει να αποφύγει κάποιος αν δεν θέλει να χάσει, κυριολεκτικά,
κομμάτι του εθνικού του εδάφους και όχι απλά εθνικής κυριαρχίας. Η απομόνωση όλων
των μουσουλμάνων της Θράκης χωρίς διάκριση σε τουρκογενείς, Πομάκους και Ρομά
ήδη από τα τέλη της δεκαετίας του ’50 έδωσε το πάτημα στην Άγκυρα να αναπτύξει
την προπαγάνδα της σε αυτούς τους πληθυσμούς με τεράστια επιτυχία.
Η κατάσταση, όμως, συνεχίστηκε επιδεινούμενη εξαιτίας της αυτοκτονικής
αδιαφορίας του συνόλου ανεξαιρέτως των έως και σήμερα κυβερνήσεων, αναφορικά με
το ζήτημα της παράτυπης αναβάθμισης από πλευράς Τουρκίας του προξενείου της
στην Κομοτηνή. Η εν λόγω διπλωματική αντιπροσωπεία μόνο ως τέτοια δεν ενεργεί,
αφού κινείται σαν οργανωτικό κέντρο προπαγάνδας, αλλά και εκφοβισμού όσων δεν
συμμορφώνονται με τις απαιτήσεις της. Παράλληλα, αποτελεί και ουσιαστικό
επιχειρησιακό κέντρο των πρακτόρων της ΜΙΤ που σχεδόν ανενόχλητοι «οργώνουν»
την Θράκη από άκρη ως άκρη, υποστηρίζοντας το πλήρες φάσμα των αποστολών της: χρηματισμούς
και στρατολόγηση πληροφοριοδοτών, φωτογράφηση και καταγραφή σημείων
στρατιωτικού και στρατηγικού ενδιαφέροντος κτλ. στα πλαίσια πάντα της προετοιμασίας
και υποστήριξης των μελλοντικών στρατιωτικών τους επιχειρήσεων στην περιοχή μας.
Η δε αδιαφορία με την οποία το Ελληνικό κράτος αντιμετωπίζει ειδικά τους
Έλληνες μουσουλμάνους Πομακικής καταγωγής, δεν θα πρέπει να μας παραξενεύει
καθόλου, δεδομένου του χαμηλοτάτου επιπέδου του πολιτικού προσωπικού της χώρας.
Αυτό αποτυπώνεται γλαφυρά από τη σύνθεση των ψηφοδελτίων των κομμάτων στην
περιοχή σε εθνικές και τοπικές εκλογές, αλλά και με την ανοιχτή συναναστροφή
των περισσοτέρων Ελλήνων χριστιανών πολιτικών διακομματικά, με τους γνωστούς σε
όλους έμμισθους υπηρέτες του προξενείου…
Η
επιχειρησιακή πλευρά
Σε αυτό το περιβάλλον μοναδική εγγύηση για τη χώρα είναι οι Ένοπλες
Δυνάμεις της. Είναι γεγονός ότι το 4οΣΣ διαθέτει την αφρόκρεμα των μέσων μας. Όντας
οι αμυνόμενοι, η γεωγραφία της περιοχής μας ευνοεί σε μεγάλο βαθμό και εξαιτίας
της ύπαρξης του ποταμού Έβρου, αλλά και εξαιτίας της διαφοράς που παρατηρείται
στο έδαφος στις δύο πλευρές του ποταμού. Έτσι βλέπουμε ότι ενώ σε μεγάλο μέρος
της ελληνικής πλευράς υπάρχει σχετική πληθώρα υψωμάτων, λόφων και βουνών καθώς
και κάπως έντονη παρουσία βλάστησης, στην αντίπερα όχθη η περιοχή σε ένα μεγάλο
κομμάτι της χαρακτηρίζεται από σαφώς μικρότερες εδαφικές εξάρσεις και με πολύ
λιγότερη και χαμηλότερη βλάστηση. Αυτό δίνει μια σχετικά πιο εύκολη και
ανεμπόδιστη οπτική προς τον ανατολικό ορίζοντα μειώνοντας αρκετά τις όποιες πιθανότητες
αιφνιδιασμού από μεγάλες τακτικές δυνάμεις του αντιπάλου. Ακόμα, η μεγαλύτερη
μέση υψομετρική διαφορά της ελληνικής πλευράς διευκολύνει την οργάνωση
αμυντικών τοποθεσιών.
Όμως, υπάρχουν και αρνητικά χαρακτηριστικά για εμάς. Το μεγαλύτερο μέρος του
ελληνικού κομματιού του Έβρου στερείται βάθους με αποτέλεσμα το σύνολο του
θεάτρου επιχειρήσεων να είναι ουσιαστικά εντός του βεληνεκούς του τουρκικού
πυροβολικού. Επίσης, όσο και αν είναι για πολλούς λόγους ιδιαίτερα δύσκολη μια
πλευρική υπερκέραση (hook) από το βορρά μέσα από το βουλγαρικό έδαφος, με σκοπό ένα πλήγμα στην όχι
επαρκώς οχυρωμένη δυτική και βορειοδυτική πλευρά των ελληνοβουλγαρικών συνόρων
του βορείου αλλά και κεντρικού Έβρου (στα μετόπισθεν, δηλαδή, των ελληνικών
δυνάμεων), σε καμία περίπτωση δεν πρέπει κάτι τέτοιο να μας αφήνει παντελώς αδιάφορους.
Δεδομένης της εν γένει αδυναμίας του βουλγαρικού στρατού και της έντονης
παρουσίας τουρκογενών στη περιοχή αυτή της νοτίου Βουλγαρίας, μια τέτοια
ενέργεια έστω και για λόγους απλού αντιπερισπασμού, θα μπορούσε να φανεί οριακά
ελκυστική. Η παρουσία των τουρκογενών της ελληνικής πλευράς του Έβρου είναι
επίσης ιδιαίτερης σημασίας, όχι τόσο στο επίπεδο τακτικής απειλής, όσο στο
επίπεδο παροχής πληροφοριών και υποστήριξης στις τουρκικές δυνάμεις και στη
διεξαγωγή δολιοφθορών/παρενόχλησης στα μετόπισθεν.
Είναι γνωστές οι προετοιμασίες της Τουρκίας για επιχειρήσεις στον Έβρο και
είναι πάρα πολύ πιθανό ότι δοθείσης της ευκαιρίας, δεν θα διστάσει να κάνει
κίνηση σε αυτή την ευρύτερη περιοχή. Είναι εξ ίσου, βέβαια, γνωστές και οι
ελλείψεις από ελληνικής πλευράς… Όμως, σε καμία περίπτωση η υπόθεση του Έβρου
δεν είναι εύκολη για την γείτονα χώρα. Γνωρίζει πάρα πολύ καλά ότι το κόστος σε
αίμα θα είναι τεράστιο. Όπως γνωρίζει ότι και ο χρόνος που θα χρειαστεί για να
πετύχει τους αντικειμενικούς της σκοπούς εκεί –και, κυρίως, ΑΝ τους πετύχει– θα
είναι δυσανάλογα μεγάλος σε σχέση με τον χρόνο που θα έχει στην διάθεσή της.
Και ο χρόνος αυτός δεν θα είναι άπειρος, όχι γιατί θα έρθει κάποιος «από
μηχανής θεός» να μας σώσει, αλλά γιατί η εσωτερική κατάσταση στην Τουρκία θα
απαιτεί γρήγορα αποτελέσματα και γρήγορη λήξη μιας τόσο αιματηρής σύγκρουσης,
που θα ωχριά στη «παραγωγή» θυμάτων σε σχέση με την σχετικά χαμηλής έντασης αντιπαράθεση με το ΡΚΚ. Μια
επιθετική κίνηση στην περιοχή ευθύνης του 4ουΣΣ, λοιπόν, όσο πιθανή
κι αν είναι τελικά να εκδηλωθεί σε περίπτωση ενός ελληνοτουρκικού
πολέμου/κρίσης, άλλο τόσο πιθανό είναι ότι ο στρατηγικός αντικειμενικός σκοπός και
η κύρια προσπάθεια των τουρκικών δυνάμεων, δεν θα είναι στον Έβρο.
Αιγαίο
Το Αιγαίο ως δυνητικό θέατρο επιχειρήσεων χαρακτηρίζεται από τον
κατακερματισμό του, καθώς κάθε νησί είναι κυριολεκτικά και ένα πιθανό ξεχωριστό
μέτωπο… Η πραγματικότητα αυτή έγινε με επώδυνο τρόπο περισσότερο ξεκάθαρη κατά
την ανάλυση της κρίσεως των Ιμίων, όπου φάνηκαν πρακτικά πλέον οι
επιχειρησιακές επιπτώσεις του ως άνω κατακερματισμένου μετώπου. Αποτέλεσμα της
κρίσεως ήταν οι ήδη υπάρχουσες φρουρές να ενισχυθούν σε μέσα και να
αναθεωρηθούν τα αμυντικά σχέδια. Έτσι στα χρόνια που ακολούθησαν, τα μεγαλύτερα
νησιά απέκτησαν μια ικανή αποτρεπτική δύναμη που, αν μη τι άλλο, κάνει αν όχι
απαγορευτική, τουλάχιστον ασύμφορη την προσπάθεια ολικής κατάληψης κάποιου εξ
αυτών.
Το πρόβλημα, όμως, παραμένει για τα μικρότερα νησιά και τις βραχονησίδες.
Για τις βραχονησίδες το ζήτημα είναι σχετικά απλό, αφού η κατάληψή τους είναι
εύκολη. Την ίδια στιγμή, όμως, η πραγματική τους αξία για την Τουρκία είναι ευθέως
ανάλογη της διαπραγματευτικής πίεσης που μπορεί να ασκήσει στην ελληνική πλευρά
για να πάρει τα ανταλλάγματα που θέλει. Άρα
μικρή, όσο και το μέγεθός τους... Αυτό δεν σημαίνει ότι σε περίπτωση κρίσης δεν
θα προσπαθήσουν να καταλάβουν μια ή και περισσότερες από αυτές. Όμως, ούτε να
τις κρατήσουν θα μπορούν επί μακρόν, ούτε μπορούν να ελπίζουν ότι θα πάρουν
σοβαρά ανταλλάγματα γι αυτές. Κι αυτό γιατί σε κάθε περίπτωση, –και πέρα από
τους λογικούς, βέβαια, συναισθηματισμούς– δεν υπάρχει περίπτωση η Ελλάδα να
παραχωρήσει ουσιαστικά κυριαρχικά δικαιώματα απλά και μόνο για να ξαναπάρει
βραχονησίδες, που κι επί αυτών πλέον δεν θα έχει τα προ κρίσεως δικαιώματα της…
Για να σου ζητήσουν πολλά, πρέπει να σου έχουν πάρει πολλά. Κανείς δεν υποτιμά,
φυσικά, οποιοδήποτε κομμάτι της ελληνικής γης, αλλά εδώ καλούμεθα να δούμε τα
πράγματα στην πλέον ρεαλιστική ή και κυνική τους διάσταση.
Έχοντας ως δεδομένο ότι η κατάληψη μιας νήσου έχει σαν κύριο σκοπό την
εξώθησή μας σε διαπραγματεύσεις, πρέπει να λάβουμε υπ’ όψιν μας τί θα κερδίσει
η Τουρκία στην περίπτωση που καταλάβει μια βραχονησίδα μας και παρ’ όλα αυτά η
Ελλάδα δεν υποκύψει στα εκβιαστικά αιτήματα που θα μας θέσει. Σε μια τέτοια περίπτωση,
θα έχει μείνει υπό την κατοχή της Τουρκίας ένα μικρό νησάκι περικυκλωμένο από μεγαλύτερα
ελληνικά νησιά και δυνάμεις. Έτσι, εκτός του προφανούς διπλωματικού προβλήματος
(περιορισμένη, αλλά υπαρκτή, διεθνής κατακραυγή) που θα της έχει δημιουργήσει η
κατοχή αυτή, δεν θα έχει αποκομίσει απολύτως τίποτε άλλο. Ούτε υφαλοκρηπίδα,
ούτε τίποτα… Και φυσικά, δε θα μπορεί να προσβλέπει σε κάτι καλύτερο στο
μέλλον, βασιζόμενη στην επί μακρόν συνέχιση της κατοχής αυτής.
Παρόμοια, αλλά σαφώς πιο πολύπλοκη, είναι η περίπτωση των μικρότερων
κατοικημένων νησιών. Εδώ πλέον έχουμε να κάνουμε και με τους κατοίκους και τις
περιουσίες τους. Η περίπτωση κατάληψης ενός ή περισσοτέρων τέτοιων νησιών σε
καμία περίπτωση δεν είναι εύκολη (κάτι που μπορούμε να το πούμε μετά λόγου
γνώσεως…), όμως σίγουρα περιπλέκει τις προσπάθειες άμυνας της ελληνικής πλευράς
συνολικά και την διαπραγματευτική της θέση, σε περίπτωση μη θετικής έκβασης του
αγώνα σε κάποιο από αυτά.
Το κυριότερο κριτήριο, τελικά, θα είναι ένα: η σχέση κόστους προς απόδοση.
Πότε, πού και πώς η όποια προσπάθεια της τουρκικής στρατιωτικής μηχανής θα έχει
την μεγαλύτερη διπλωματική, γεωπολιτική και γεωστρατηγική απόδοση. Με ποια
κίνηση θα υπάρξει το μέγιστο δυνατό κέρδος για τους «φίλους» και «συμμάχους»
μας εκ Τουρκίας; Έχουν άραγε όλα τα νησιά την ίδια αξία ή μήπως υπάρχουν κάποια
που αξίζουν περισσότερο να αποτελέσουν τον τελικό στρατιωτικό όσο και
στρατηγικό Αντικειμενικό Σκοπό (ΑΝΣΚ);
Καστελόριζο
Το Καστελόριζο, όπως και τα γύρω μικρότερα νησιά του συμπλέγματος, λόγω της
γεωγραφικής του θέσεως, σχεδόν στο μέσο της αποστάσεως Δωδεκανήσου – Κύπρου,
δίνει στην Ελλάδα ένα πρωτοφανές πλεονέκτημα στην χάραξη της Ελληνικής ΑΟΖ. Στην
ουσία αυτή θα εφάπτεται με την αντίστοιχη της Κύπρου, όταν και οι δύο
χαραχθούν. Κι αυτό γιατί η μέτρηση της Ελληνικής ΑΟΖ στα ανατολικά αρχίζει από
το Καστελόριζο. Η παρουσία του στο σημείο αυτό, εμποδίζει την προέκταση της
Τουρκικής ΑΟΖ στην καρδιά της Ανατολικής Μεσογείου, περιορίζοντας την πρόσβαση
της Τουρκίας σε πιθανά κερδοφόρα κοιτάσματα υδρογονανθράκων δυτικά της Κύπρου
και ανατολικά της Ελλάδος. Αυτό είναι μείζον γεωστρατηγικό μειονέκτημα για την
Τουρκία και αντίστοιχα μείζον γεωστρατηγικό πλεονέκτημα για εμάς.
Ο Αχμέτ Νταβούτογλου, στο βιβλίο του «Στρατηγικό
βάθος – Η διεθνής θέση της Τουρκίας» το 2001 στη σελίδα 171 αναφέρει: «Σε αντίθεση προς το γεγονός ότι τα νησιά του
Αιγαίου Πελάγους είναι φυσική προέκταση της γεωλογικής δομής της χερσονήσου της
Ανατολίας, και προς τις γεωπολιτικές αναγκαιότητες που γεννιούνται από την
παραπάνω κατάσταση, η πολιτική διανομή έγινε μέσω διεθνών συμφωνιών, υπέρ της
Ελλάδας, πράγμα που υποδαυλίζει προβλήματα όπως η υφαλοκρηπίδα, τα χωρικά
ύδατα, ο εναέριος χώρος, η γραμμή FIR, οι περιοχές διοίκησης και ελέγχου και η
στρατιωτικοποίηση των νησιών». Σημειωτέων
δε, ότι παρόμοια αναφορά είχε γίνει το 1973 από τον τότε Γ.Γ. του ΝΑΤΟ Γιόζεφ
Λουνς, σύμφωνα με την οποία τα νησιά που βρίσκονται απέναντι από τα τουρκικά
παράλια, αποτελούν φυσική προέκταση της Τουρκίας… Σύμφωνα με τη λογική τους, το
Καστελόριζο δεν αποτελεί εξαίρεση.
Η Τουρκία προσπαθεί με αυξημένη ένταση να καθιερώσει ένα ακόμα είδος
αμφισβήτησης των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων και στην εν λόγω περιοχή. Μετά τις
εναέριες παραβάσεις και παραβιάσεις της Τουρκικής Πολεμικής Αεροπορίας, την
σκυτάλη πήρε τα τελευταία 5 χρόνια το Τουρκικό Πολεμικό Ναυτικό με διάπλους που
συστηματικά παραβιάζουν τους κανόνες ασφαλούς διέλευσης που επιβάλει το Διεθνές
Δίκαιο της Θαλάσσης. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, και στα πλαίσια της προσπάθειάς της
να «υπνωτίσει» την ελληνική διπλωματία, καθιστώντας «φυσιολογικές και συνηθισμένες»
τις παραβιάσεις, εν τέλει παγιώνει την συνεχή αμφισβήτηση της κυριαρχίας μας.
Σε αμιγώς στρατιωτικό επίπεδο, λόγω της μεγάλης αποστάσεως της ηπειρωτικής
Ελλάδος από το Καστελόριζο, η στρατιωτική υποστήριξη –πόσο δε μάλλον η
ανακατάληψη– της νήσου είναι ομολογουμένως δύσκολη. Αντιθέτως, η οποιαδήποτε
κίνηση από πλευράς Τουρκίας είναι φαινομενικά σκανδαλωδώς εύκολη, καθώς και το
μέγεθος του Καστελόριζου είναι μικρό και η απόσταση από τα τουρκικά παράλια είναι
της τάξεως των περίπου 5’ με ελικόπτερο...
Στην περίπτωση του Καστελόριζου, σε αντίθεση με αυτές των βραχονησίδων και
των υπολοίπων μικρών κατοικημένων νησιών του ανατολικού Αιγαίου, τα κέρδη είναι
πολλαπλά:
1. Θα έχει αποκτήσει ένα κατά τα άλλα απομονωμένο από
την Ελλάδα νησί με ότι αυτό συνεπάγεται για τις πιθανότητες ανακατάληψής του
από εμάς.
2. Το νησί βρίσκεται πάνω ή δίπλα σε πιθανότατα
κερδοφόρα κοιτάσματα υδρογονανθράκων.
3. Θα έχει εμποδίσει την «ένωση» των ΑΟΖ Ελλάδος και
Κύπρου, έχοντας εξασφαλίσει δυνητικά για τον εαυτό της ΑΟΖ που θα εκτείνεται
μέχρι το κέντρο της Ανατολικής Μεσογείου.
4. Θα μπορεί να ασκεί έλεγχο τελείως ανενόχλητη στην
ευρύτερη θαλάσσια, και όχι μόνο, περιοχή και κυρίως παρεμβαίνοντας ουσιαστικά
στην σύνδεση Ελλάδος–Κύπρου, από την συντομότερη τουλάχιστον διαδρομή...
Το ευτύχημα είναι ότι τα τελευταία λίγα χρόνια έχει υπάρξει μια ιδιαιτέρως
αξιοσημείωτη βελτίωση και των δυνατοτήτων έγκαιρης προειδοποίησης και της
αποτρεπτικής δυνατότητας του ευρύτερου συμπλέγματος των νήσων της περιοχής. Αυτό
φαίνεται μεταξύ άλλων στο υψηλό φρόνημα και των υπηρετούντων στο νησί και των
ίδιων των κατοίκων του. Περισσότερες λεπτομέρειες δεν πρέπει να ειπωθούν, όπως
είναι κατανοητό. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, περιθώρια περαιτέρω βελτιώσεων
υπάρχουν πολύ μεγάλα και η προσοχή της στρατιωτικής ηγεσίας, για όλους τους
προαναφερθέντες λόγους, ορθώς δείχνει να έχει αρχίσει να στρέφεται αυξημένα προς
τα εκεί. Οψόμεθα…
Στον αντίποδα, βέβαια, ούτε λόγος να γίνεται για την πολιτική ηγεσία και
μια πιο ουσιαστική γεωστρατηγική αυτή τη φορά εκμετάλλευση της γεωγραφικής
θέσεως της νήσου… Αν υπήρχε στοιχειώδης στρατηγική σκέψη στην Ελλάδα, θα
μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε ποικιλοτρόπως το Καστελόριζο, όπως π.χ. για τον
έλεγχο της θαλάσσιας (εμπορικής και στρατιωτικής) επικοινωνίας τουλάχιστον τμήματος
της Ανατολικής Μεσογείου ή/και τον έλεγχο του αντίστοιχου τμήματος του εναέριου
χώρου. Και στις δύο περιπτώσεις (θαλάσσιος και εναέριος έλεγχος/επιτήρηση) η
τεχνολογία πλέον μπορεί να είναι αρωγός μας με λογικό κόστος. Με τους ανάλογους
σύγχρονους μεγάλης εμβέλειας αισθητήρες όλων των ειδών, εμπλέκοντας μάλιστα την
εγχώρια βιομηχανία, και την κατάλληλη παρουσία τουλάχιστον των ναυτικών μέσων
ανοιχτής θαλάσσης του ΛΣ και του ΠΝ, θα μπορούσαμε να εκμεταλλευτούμε πλήρως
τις δυνατότητες που μας παρέχει η θέση του συμπλέγματος του Καστελόριζου,
ασκώντας ουσιαστικά την κυριαρχία μας.
Για κάτι τέτοιο, όμως, απαιτείται να αποκτήσουμε αυτοπεποίθηση και να
ξεκαθαρίσουμε ποιόν ακριβώς ρόλο θέλουμε να έχουμε στη περιοχή όπως και
γενικότερα στη γεωπολιτική σκακιέρα. Απαιτείται, επιτέλους, η δημιουργία ενός
–μη φοβικού!– Εθνικού Γεωπολιτικού Δόγματος…
Αντί
επιλόγου
Η κατάσταση, χωρίς να αιθεροβατούμε αλλά και χωρίς να πέφτουμε στη παγίδα
της ισοπεδωτικής απαισιοδοξίας, είναι σοβαρή, με την οικονομική κρίση να την
κάνει δυσκολότερη, αλλά ακόμα ελεγχόμενη. Σε όλα τα προαναφερθέντα δυνητικά
μέτωπα, οι Ένοπλες Δυνάμεις έχουν καταφέρει να κρατήσουν τις ισορροπίες σε
σχετικά ικανοποιητικά επίπεδα αποτροπής. Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραδοσιακά
παρουσιάζεται στην διακομματικά ανύπαρκτη πολιτική βούληση των εκάστοτε
κυβερνώντων, να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Πέρα από ανησυχίες για πολιτικά
κόστη και οφέλη, ψηφοθηρίες και ιδιοτελείς εξυπηρετήσεις να προσέξουν με
ουσιαστικό τρόπο το χώρο της άμυνας της χώρας.
Όπως αναφέρθηκε και πιο πριν, σε περίπτωση εκδήλωσης της τουρκικής
επιθετικότητας, δεν τρέφουμε γραφικές ελπίδες –έως και…εμμονές– για μια γρήγορη
κρίση όπου θα τρέξουν οι «σύμμαχοί» μας να την σταματήσουν. Εδώ, άλλωστε, είναι
και οι ευθύνες του συνόλου της ελληνικής στρατιωτικής ηγεσίας, που από τα Ίμια
και μετά έχουν πυροβολήσει κυριολεκτικά τα πόδια τους με την πετυχημένη(!)
προσπάθειά τους να πείσουν την εκάστοτε πολιτική ηγεσία, όπως και τον ελληνικό
λαό, ότι αν γίνει κάτι, ακριβώς αυτό θα είναι: μια κρίση 2-3 εικοσιτετραώρων
όπου με την παρέμβαση των ξένων θα σταματήσει αμέσως… Πάνω σε αυτή την
ψευδαίσθηση έχουν βασισθεί, λοιπόν, και όλοι οι πολιτικοί μας «ηγέτες» και
έχουν υποβαθμίσει τον ρόλο των Ενόπλων Δυνάμεων, έχουν αδιαφορήσει παντελώς για
την εφεδρεία, έχουν μειώσει εγκληματικά την θητεία και γενικώς βλέπουν όλες αυτές
τις απειλές σαν κάτι μακρινό που συμβαίνει πάντα σε άλλους λαούς…
* Ο Παναγιώτης Α. Καράμπελας είναι
Στρατηγικός και Πολιτικός Αναλυτής με εξειδίκευση στην Διαχείριση Κρίσεων,
συνεργάτης του Ελληνικού Κέντρου Ευρωπαϊκών και Διεθνών Αναλύσεων
(ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου