Κατ’ αρχήν, θα ήθελα να πω ότι οι συνομιλίες για το κυπριακό δεν θα έπρεπε να έχουν ξεκινήσει. Δεν είχαμε κανένα λόγο να μπούμε σε διαπραγματεύσεις για ένα τόσο σημαντικό θέμα όπως αυτό της ύπαρξης της Κύπρου κυριολεκτικά, αν δεν είχαμε ξεπεράσει την οικονομική κρίση, δεν είχαμε εξασφαλίσει πρώτα την ολοκλήρωση του στρατιωτικού τμήματος της συμμαχίας με το Ισραήλ και αν δεν είχαν οριστικοποιηθεί τα δεδομένα που αφορούν τους υδρογονάνθρακες, την πορεία του αγωγού, την τύχη του σταθμού LNG και των ΑΟΖ Ελλάδας και Κύπρου. Δεδομένου όμως ότι οι συνομιλίες ξεκίνησαν, δυστυχώς -και το τονίζω το ‘δυστυχώς’- δεν μας έχει μείνει άλλη επιλογή από την καταψήφιση οποιουδήποτε σχεδίου έρθει σε δημοψήφισμα. Και ο λόγος για αυτό είναι ότι, δεδομένης της κατάστασης, οτιδήποτε κι αν προταθεί θα είναι υπέρ της Τουρκίας (και όχι των Τουρκοκυπρίων) και εις βάρος της Δημοκρατίας της Κύπρου. Για να το δούμε πιο αναλυτικά, τι ζητάμε εμείς;
Να φύγουν τα στρατεύματα κατοχής, να επιστρέψουν
οι πρόσφυγες στις περιουσίες τους ή έστω να αποζημιωθούν ικανοποιητικά, να
φύγουν οι έποικοι και να ενωθεί διοικητικά το νησί με ένα τρόπο που να
εξασφαλίζει την πληθυσμιακή αναλογία Ελληνοκυπρίων-Τουρκοκυπρίων.
Υπάρχει περίπτωση να ικανοποιήσει έστω και ένα
από αυτά μας τα αιτήματα η Τουρκία; Προφανώς και όχι! Να σημειωθεί εδώ ότι
δεδομένου ότι στο ελεύθερο κομμάτι έχει διατηρηθεί σχεδόν το σύνολο των
τουρκοκυπριακών περιουσιών, και επομένως θα μπορέσουν να επιστρέψουν όσοι το
επιθυμούν, θα έχουμε το παράδοξο να έχουν τελικά επιστρέψει στα σπίτια τους οι
Τουρκοκύπριοι αλλά όχι οι Ελληνοκύπριοι! Ουσιαστικά αυτό που λένε οι Τούρκοι
είναι: «Τα δικά μας δικά μας και τα δικά σας δια δύο»!
Αυτό που δεν έχουμε καταλάβει είναι ότι,
δυστυχώς, η λύση του κυπριακού είναι η διχοτόμηση. Δυστυχώς, οι Τούρκοι έχουν
δίκιο όταν λένε ότι το κυπριακό έχει ήδη «λυθεί». Κι αυτό γιατί το μεγαλύτερο
κομμάτι της σύγχρονης ελληνοκυπριακής και ότι έχει απομείνει -περί τους 55.000-
από την τουρκοκυπριακή κοινότητα, δεν έχουν καμία προσλαμβάνουσα παράσταση από
την συμβίωση με την άλλη πλευρά. Πόσοι Ελληνοκύπριοι ξέρουν τουρκικά και πόσοι
Τουρκοκύπριοι ξέρουν ελληνικά;
Ας μην ξεχνάμε ότι οι συμφωνίες γενικά υπάρχουν
για να παραβιάζονται, ειδικά όταν έχουμε να κάνουμε με την Τουρκία. Ας
θυμηθούμε τι είχε συμφωνηθεί αρχικά για τους Ελληνοκύπριους των κατεχομένων,
για τους Έλληνες της Ίμβρου της Τενέδου και της Κωνσταντινουπόλεως, και ας τα
συγκρίνουμε με το ποια είναι η κατάσταση σήμερα. Το ίδιο ισχύει και με το
Πρωτόκολλο της Κέρκυρας που αναφέρεται στις λεπτομέρειες της Αυτονομίας της
Βορείου Ηπείρου, μια συμφωνία που είναι εν υπνώσει και ακόμα δεν έχει
εφαρμοστεί από το 1914!
Αν θέλουμε, λοιπόν, να διατηρήσουμε όλα όσα
έχουμε διαφυλάξει αλλά και πετύχει με κόπο όλα αυτά τα χρόνια, την ανάπτυξη και
την, παρά την οικονομική κρίση, ευημερία από την εποχή της εισβολής έως και
σήμερα, θα πρέπει αν μη τι άλλο να δεχθούμε το ρίσκο της οριστικής διχοτόμησης
και της δημιουργίας δύο κρατών που ακολουθεί την απόρριψη της όποιας λύσης
προταθεί, όσο κυνικό κι αν ακούγεται αυτό. Αυτό από μόνο του μπορεί να
αποτελέσει ένα μοχλό πίεσης για την Τουρκία, δεδομένου ότι γι αυτήν είναι το
χειρότερο δυνατό σενάριο.
Στο ενεργειακό κομμάτι και δεδομένου ότι
ανεξαρτήτως του τι λέει ο Αναστασιάδης, δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψουν οι
Ισραηλινοί στον εαυτό τους να γίνουν όμηροι της Τουρκίας, όπως κάνουμε εμείς,
με το να περάσει ο αγωγός από την Τουρκία, είναι πραγματικά ένα ερωτηματικό το
τι θα κάνει το Ισραήλ σε περίπτωση που τεθεί θέμα «λύσης» του κυπριακού στη
βάση των επιθυμιών της Άγκυρας, όπως πάει να γίνει τώρα.
Όσον αφορά το ζήτημα του ονόματος των Σκοπίων, θα
πρέπει με οποιονδήποτε τρόπο να σταματήσουμε για την ώρα τις συνομιλίες με
την FYROM όσο διαρκεί η κρίση, και κυρίως όσο είναι στην εξουσία ο
Γκρουέφσκι, με τον οποίο απλά δεν έχει νόημα να συνομιλούμε. Η απομάκρυνση
πρέπει να γίνει έτσι ώστε να μην χρεωθεί η διακοπή αυτή των συνομιλιών στην
ελληνική πλευρά.
Πριν από περίπου 20 χρόνια χάσαμε στην αρχή της
κρίσης την ευκαιρία -ή αυτό που σήμερα πλέον θα φάνταζε σαν ευκαιρία- να
ονομαστούν τα Σκόπια ως «Σλαβομακεδονία» όπως είχε σχεδόν συμφωνηθεί, ένα όνομα
που ξεκαθαρίζει πέραν πάσης αμφιβολίας το θέμα της καταγωγής, γλώσσας,
πολιτισμού της γειτονικής χώρας, δεν αφήνει περιθώρια βλέψεων προς τα νότια,
και δεν μπορεί εύκολα να απωλέσει το πρώτο του συνθετικό, «σλαβο-», όπως πολύ
εύκολα μπορεί να γίνει με τα «Βόρεια», «Άνω», «Νέα» κτλ. Δεδομένου ότι αυτή η
ευκαιρία τουλάχιστον για το ορατό μέλλον έχει χαθεί, σε καμία περίπτωση δεν
πρέπει να προχωρήσουμε σε λύση που να περιλαμβάνει τον όρο «Μακεδονία», ή να
επιτρέψουμε την είσοδο της FYROM στο ΝΑΤΟ ή σε οποιονδήποτε άλλο
οργανισμό. Η στάση μας πρέπει να είναι σκληρή.
Κάτι επίσης που δεν έχουμε εκμεταλλευτεί είναι η
παρουσία του ισχυρού αλβανικού στοιχείου της FYROM. Μια σωστή διαχείριση των
σχέσεών μας με τους Αλβανούς συνολικά με ανταλλάγματα στο άλλο μεγάλο αλλά
εγκαταλελειμμένο εθνικό θέμα της Βορείου Ηπείρου, θα μπορούσε να λειτουργήσει
ως μοχλός πίεσης για τα Σκόπια με ότι αυτό συνεπάγεται.
Στο θέμα της γενικότερης εξωτερικής μας πολιτικής
και ιδιαίτερα όσον αφορά την κρίση στην Ουκρανία, για άλλη μια φορά ο Βλάντιμιρ
Πούτιν δίνει ρεσιτάλ διπλωματίας. Οι κινήσεις του με την αποστολή μισθοφορικών
εταιριών χωρίς διακριτικά στη Κριμαία, και οι γενικότερη θέση που έχει
κρατήσει, αποτελούν υλικό για διδασκαλία. Την ίδια στιγμή ο Ευάγγελος Βενιζέλος
έγινε «βασιλικότερος του Βασιλέως», και όπως στη περίπτωση της Συρίας είχε
προθυμοποιηθεί εκ μέρος της Ελλάδος πρώτος να δηλώσει «παρών» σε μια ενδεχόμενη
στρατιωτική παρέμβαση, έτσι και τώρα πήγε πρώτος να αναγνωρίσει την
πραξικοπηματική «κυβέρνηση» της Ουκρανίας.
Κάνοντας βέβαια αυτό, ο Βενιζέλος σκάβει το λάκκο
της δικής του κυβέρνησης σε επίπεδο επιχειρημάτων, διότι αν η βίαιη ανατροπή
μιας νομίμως εκλεγμένης κυβέρνησης από μια μειοψηφία είναι αποδεκτή, τότε
λογικά θα είναι το ίδιο αποδεκτή και μια ενδεχόμενη ανατροπή της σημερινής
ελληνικής κυβέρνησης από τον κόσμο, δεδομένου μάλιστα ότι αριθμητικά κατά πάσα
πιθανότητα δεν θα είναι η μειοψηφία…
Από εκεί και πέρα η κυβέρνηση πρέπει να κρατήσει
κάποιες σχετικά ίσες αποστάσεις και μια ουδετερότητα, εφόσον θέλει να
εξασφαλίσει όσο γίνεται την ασφάλεια των Ελλήνων που βρίσκονται σε ολόκληρη την
επικράτεια της Ουκρανίας. Πάντως, είναι αποδεκτό ότι η Ουκρανία, όπως την
ξέρουμε σήμερα έχει πάψει να υπάρχει, ακόμα κι αν δεν γίνει πλήρης διχοτόμηση ή
απορρόφηση της Κριμαίας από τη Ρωσία....
* Πολιτικός και στρατιωτικός αναλυτής, συνεργάτης
ΕΛ.Κ.Ε.Δ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου