Πολλοί είναι αυτοί που αναρωτιούνται
πως θα εξελιχθούν οι Ελληνοτουρκικές σχέσεις, πού το πάει ο Ερντογάν και αν θα
έχουμε κάποια κρίση ή θερμό επεισόδιο. Κοινός παρονομαστής αυτών των συζητήσεων
είναι η διάσταση που παίρνει η κόντρα μεταξύ Τουρκίας και Η.Π.Α. καθώς πολλοί
βασίζονται, κατά κάποιο τρόπο, στην επιδείνωση των μεταξύ τους σχέσεων και την
δυνητική περαιτέρω ενίσχυση των Ελληνοαμερικανικών σχέσεων ως αντιστάθμισμα.
Του Παναγιώτη Α. Καράμπελα* – 03/04/2018
Η αλήθεια είναι ότι οι σχέσεις των Η.Π.Α. και της Τουρκίας βρίσκονται ίσως
στο χειρότερο σημείο που υπήρξαν ποτέ. Όμως, θα ήταν αφελές αν περιμένουμε
κάποια ρήξη μεταξύ τους, εκτός κάποιου σημαντικού απροόπτου φυσικά. Ο λόγος
είναι διότι η εξωτερική πολιτική της Ουάσιγκτον είναι ένα «τέρας»
γραφειοκρατίας, επικαλυπτόμενων και συμπληρωματικών θεσμών, επιτροπών και
υποεπιτροπών, think tanks, ομάδων πίεσης και lobbying, κάτι το φυσιολογικό για μια υπερδύναμη. Και όσο
κι αν αυτό το «τέρας» θεωρείται παρ’ όλα αυτά ευέλικτο για το μέγεθός του, δεν
παύει να είναι ιδιαιτέρως δύσκολο να στρίψει το τιμόνι της εξωτερικής πολιτικής
της χώρας προς μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση σε σύντομο χρονικό διάστημα.
Οι σοβαρές χώρες, βλέπετε, έχουν μια συνέχεια στην εξωτερική τους πολιτική…
Η Τουρκία επί σειρά δεκαετιών υπήρξε προνομιακός σύμμαχος των Η.Π.Α. λόγω
μεγέθους, γεωγραφίας και ενός ιδιαίτερου χαρακτηριστικού που διέθετε για
μουσουλμανική χώρα: του κοσμικού της χαρακτήρα. Έτσι η σημερινή κατάσταση στις
μεταξύ τους σχέσεις απέχει ακόμα από το να οδηγήσει στην ρήξη. Εδώ, όμως, είναι
που εντοπίζεται και το πρόβλημα για την Ουάσιγκτον και κατ’ επέκτασιν και για
εμάς.
Οι Η.Π.Α. αντιμετωπίζουν την παρούσα κρίση ως ένα ακόμα επεισόδιο σε μια
σχέση με έναν δύσκολο σύμμαχο με ροπή προς τα ανατολίτικα παζάρια. Διαπράττουν
το στρατηγικό σφάλμα να θεωρούν ότι η κατάσταση είναι ελεγχόμενη και ακόμα
χειρότερα, αναστρέψιμη. Οι Η.Π.Α. περιμένουν ότι κάποια στιγμή ο Ερντογάν θα
φύγει από την εξουσία και ένας πιο μετριοπαθής ηγέτης θα αναλάβει εξομαλύνοντας
τις Αμερικανοτουρκικές σχέσεις.
Όμως ο Ερντογάν δεν είναι ούτε Καντάφι, ούτε Σαντάμ Χουσεΐν. Σε αντίθεση με
αυτούς δεν κοιτάει το τώρα και τον εαυτό του με τον δικό τους κοντόφθαλμο
τρόπο. Ο Ερντογάν έχει μεγαλύτερους στόχους για την Τουρκία αλλά και για τον
ίδιο. Σε αντίθεση με τους προαναφερθέντες, ενδιαφέρεται και προγραμματίζει για
την επόμενη ημέρα. Φροντίζει για την διάδοχη κατάσταση.
Οι Τούρκοι έχουν «διδακτορικό» στο χτίσιμο καθεστώτων. Έχουν το know-how. Πέρασαν 70 και πλέον
χρόνια από το θάνατο του Κεμάλ Ατατούρκ και το κεμαλικό καθεστώς, μέχρι πολύ
πρόσφατα, ήταν ο απόλυτος κυρίαρχος. Και αυτό ακριβώς είναι που επιδιώκει ο
Ερντογάν. Προσπαθεί να φτιάξει το δικό του καθεστώς με τον ίδιο ως «γεννήτορα».
Επιδιώκει μια σύγχρονη ανασύσταση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με ισλαμικούς όρους
πάλι, σε αντίθεση με τον κεμαλισμό αλλά και τις φρούδες αμερικανικές ελπίδες
για ένα κοσμικό δυτικόστροφο μουσουλμανικό κράτος-πρότυπο για τον ισλαμικό
κόσμο. Ο Ερντογάν δεν θέλει απλά να γίνει ο νέος Κεμάλ, θέλει να γίνει ο νέος
σουλτάνος. Οι προσεκτικές του κινήσεις, λοιπόν, μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα
του 2016, οι εκκαθαρίσεις σε όλους τους τομείς της δημόσιας ζωής και οι
νομοθετικές του μεταρρυθμίσεις εκεί ακριβώς αποσκοπούν.
Το χειρότερο, όμως, για τις αμερικανικές προσδοκίες δεν είναι μόνο αυτό. Η
αντιπολίτευση στη Τουρκία, αντί να είναι μια δύναμη που αντιπολιτεύεται τα
επικίνδυνα μεγαλεπήβολα σχέδια του Ερντογάν, τον εξωθεί σε πιο ακραίες θέσεις
καθώς διαγκωνίζονται στο ποιος θα διεκδικήσει περισσότερα από το περασμένο
Οθωμανικό «μεγαλείο». Έτσι ακούμε για τα 18 νησιά που η αντιπολίτευση θα «ανακτήσει»
από την Ελλάδα, μιας και ο Ερντογάν…δεν κάνει κάτι γι αυτό, οι άλλοι λένε για
156 νησιά που ο Ερντογάν ανέχεται να κρατούν οι «θρασύτατοι» Έλληνες κτλ.
Και σαν να μην φτάνει αυτό, ο ίδιος ο Τουρκικός λαός, το εκλογικό σώμα
δηλαδή που θα εκλέξει τον επόμενο Τούρκο πρόεδρο μετά τον Ερντογάν, έχει
εκτεθεί επί 24ώρου βάσεως εδώ και πάνω από 10 χρόνια σε μια απίστευτη αντιδυτική,
αντιευρωπαϊκή, αντιαμερικανική, ανθελληνική και μεγαλοϊδεατική προπαγάνδα
φανατισμού.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο και με βάση όλα τα προαναφερθέντα ακόμα κι αν υπάρχει
κάποιος μετριοπαθής ηγέτης στη Τουρκία (και δεν είναι ήδη σε κάποια φυλακή…)
είτε δεν θα τολμήσει να επιχειρήσει κάτι, ή αν τολμήσει, σε ένα
πολιτικοκοινωνικό περιβάλλον που παρατηρείται μια πλειοδοσία σε επιθετικότητα
και νέο-Οθωμανικές φαντασιώσεις, απλά θα αποτύχει παταγωδώς.
Ακόμα δε και στη περίπτωση που κάποιος θα προσπαθήσει να ανέλθει στην
εξουσία αρχικά με μια παρόμοια επιθετική ρητορική με σκοπό, όμως, να κάνει μια μετριοπαθή
στροφή σταδιακά, είναι και πάλι καταδικασμένος σε αποτυχία. Ο λόγος είναι
απλός. Ο Ερντογάν, έκανε ακριβώς το ίδιο ανάποδα, καθώς ανήλθε στην εξουσία ως κάπως
μετριοπαθής και όλοι βλέπουμε το πώς άλλαξε προς το επιθετικότερο και προς το
ισλαμικότερο την Τουρκία. Όμως, ο Ερντογάν είχε την υποστήριξη του Γκιουλέν και
των τεραστίων δυνατοτήτων που του παρείχε η οργάνωσή του. Μέσω της τελευταίας,
άνθρωποι που υποστήριζαν την ατζέντα του Ερντογάν εισήλθαν σε όλους τους τομείς
του κράτους και της κοινωνίας: ΜΜΕ, επιχειρήσεις, Ένοπλες Δυνάμεις και Σώματα
Ασφαλείας, δικαιοσύνη, δημόσια διοίκηση, εκπαίδευση, τοπική αυτοδιοίκηση και
φυσικά στα τζαμιά. Η ρήξη με τον Γκιουλέν επήλθε μόνο αφού ο σκοπός της
εγκαθίδρυσης των θεμελίων του Ερντογανικού καθεστώτος είχε εξασφαλισθεί. Ποιος
όμως έχει μια αντίστοιχη οργάνωση για να τον υποστηρίξει προς το
μετριοπαθέστερο σε τέτοιο βαθμό, ιδιαίτερα μάλιστα μετά το κράτος τρομοκρατίας
που κυριαρχεί στη γείτονα μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα;
Την ίδια στιγμή που οι Η.Π.Α. ετοιμάζουν το «μόσχο τον σιτευτό»
συνεχίζοντας να ελπίζουν στην επιστροφή του «ασώτου» Ερντογάν, ο νέο-Οθωμανός
σουλτάνος έχει υπογράψει με την Ρωσία όχι μόνο την αγορά των S-400, αλλά κυρίως την
κατασκευή του πρώτου τουρκικού πυρηνικού εργοστασίου με κόστος 20 δις δολαρίων,
όντας το δεύτερο από τα τέσσερα κύρια βήματα που απαιτούνται για να αποκτήσει η
Τουρκία δυνατότητα πυρηνικού πλήγματος. Το πρώτο βήμα είναι ήδη σε πολύ
προχωρημένο στάδιο με την ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων μεγάλου βεληνεκούς. Το
δεύτερο είναι το προαναφερθέν πυρηνικό εργοστάσιο και το τρίτο είναι ο
εμπλουτισμός ικανών ποσοτήτων του παραγόμενου υποπροϊόντος ουρανίου σε επίπεδα
τέτοια που να μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε πυρηνικές κεφαλές. Το τέταρτο και
τελευταίο κύριο βήμα είναι η κατασκευή και ενσωμάτωση σε βαλλιστικούς πυραύλους
αυτών καθ’ αυτών των πυρηνικών κεφαλών. Στην Ουάσιγκτον και στο Τελ Αβίβ
φοβούνται το Ιράν, όμως, η πιο δυσάρεστη έκπληξη γι αυτούς πιθανότατα θα έρθει
από αλλού…
Ουσιαστικά αυτό που έχει συμβεί είναι ότι οι Η.Π.Α. τόσα χρόνια
δημιούργησαν ένα «τέρας». Ο φόβος τους μην τυχών και χάσουν από κοντά τους την
Τουρκία, τους οδήγησε στο να της συγχωρούν κάθε παρασπονδία ακόμα και όταν αυτή
γινόταν ευθέως εις βάρος των αμερικανικών συμφερόντων. Η άρνηση της Άγκυρας το
2003 να χρησιμοποιηθεί το έδαφός της για να ανοίξει δεύτερο μέτωπο στο Ιράκ από
το βορρά, είναι ίσως το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα. Έτσι, όμως, αργά αλλά
σταθερά οι Η.Π.Α. έθρεψαν την αλαζονεία της Τουρκίας. Την κακόμαθαν και το
κακομαθημένο αυτό «παιδί» πήρε όλα τα λάθος μηνύματα, θεωρώντας πλέον ότι
μπορεί να κάνει πρακτικά ότι θέλει χωρίς συνέπειες, αφού σε κάθε περίπτωση θα την
συγχωρέσουν.
Οι Η.Π.Α. θα πρέπει, λοιπόν, να συνειδητοποιήσουν ότι η Τουρκία που ήξεραν
και η Τουρκία που ονειρεύονταν έχει φύγει και δεν υπάρχει επιστροφή. Η Τουρκία
πλέον έχει την δική της ατζέντα και δεν χωράει στην σφαίρα επιρροής καμίας
υπερδύναμης. Ο Ερντογάν θεωρεί ότι ήδη είναι ηγέτης μιας περιφερειακής
υπερδύναμης και φιλοδοξεί για την χώρα του να γίνει παγκόσμιος παίκτης. Υπό
αυτό το πρίσμα δεν υπάρχει κανένας λόγος ή κίνητρο να επιστρέψει σε κανενός το «μαντρί»
και να υποστηρίξει τα σχέδια οποιασδήποτε μεγάλης δύναμης, των Η.Π.Α.
συμπεριλαμβανομένων. Το κουτί της Πανδώρας άνοιξε και ότι βγήκε δεν ξαναμπαίνει
μέσα…
Όσο ποιο γρήγορα τα συνειδητοποιήσει αυτά η Ουάσιγκτον και όσο πιο γρήγορα
ανασύρει το «Plan B», εφόσον έχει κάτι τέτοιο έτοιμο, τόσο
περισσότερο θα περιορίσει ενδεχομένως τις γεωστρατηγικές της απώλειες στη
περιοχή και τόσο πιθανότερο θα είναι κι εμείς να βρούμε κάποιας μορφής
ουσιαστικότερη υποστήριξη απέναντι σε μια απειλή που είναι μόνο θέμα χρόνου το
πότε θα εκδηλωθεί πλήρως.
* Ο Παναγιώτης Α. Καράμπελας είναι Γραμματέας
Εξωτερικής Πολιτικής της ΝΕΑΣ ΔΕΞΙΑΣ του Φαήλου Κρανιδιώτη και Διεθνολόγος με
εξειδίκευση στην Διαχείριση Κρίσεων.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου