Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 03, 2021

Σύγκρουση Ελλάδας -Τουρκίας μέχρι το 2023; Αναλύοντας “γιατί” & “πως”

 

Όλοι όσοι παρακολουθούμε τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά έχουμε αναρωτηθεί σε κάποια στιγμή πού πηγαίνει η κατάσταση κι αν θα υπάρξει τελικά εκδήλωση της τουρκικής επιθετικότητας σε στρατιωτικό επίπεδο. Χωρίς καμία διάθεση απλοποίησης ενός τόσο πολύπλοκου ζητήματος, θα διακινδυνεύσω την εκτίμηση ότι η Τουρκία έχει τα κίνητρα να προσπαθήσει το αργότερο μέχρι την επίσημη έναρξη της προεκλογικές περιόδου των προεδρικών εκλογών του 2023, να δημιουργήσει τετελεσμένα με αμιγώς στρατιωτικά μέσα. Και ιδού τα βασικά επιχειρήματα επ’ αυτού.

Του Παναγιώτη Α. Καράμπελα*

Τρείς τρόποι υπάρχουν για να “λυθούν” τα ελληνοτουρκικά προβλήματα. Ο πρώτος είναι οι Τούρκοι να σηκώσουν μια μέρα το τηλέφωνο και να μας πουν: “Θυμάστε που ζητούσαμε ΑΟΖ, υφαλοκρηπίδα, μιλούσαμε για τουρκική μειονότητα στη Θράκη κτλ.; Ε, ξεχάστε τα. Μετανιώσαμε και δεν θέλουμε άλλες προστριβές μαζί σας. Φίλοι;”. Υπάρχει κανείς που να πιστεύει στ’ αλήθεια ότι κάτι τέτοιο είναι έστω και ελάχιστα πιθανό να συμβεί; Νομίζω πως όχι.

Αυτό μας αφήνει με τις υπόλοιπες δύο επιλογές: Το μελάνι και το αίμα. Τη διπλωματία και τη στρατιωτική επιλογή.

Όταν μιλάμε για μελάνι, εννοούμε πολύ απλά την με ειρηνικό τρόπο διευθέτηση των διαφορών μας. Αυτό σημαίνει ότι θα βρεθεί μια αμοιβαίως αποδεκτή λύση και θα υπογράψουμε. Θα μπορούσε, όμως, να βρεθεί μια τέτοια λύση;

Οι διαφορές μας με τους γείτονες είναι κολοσσιαίες. Αυτά που ζητούν ξεπερνούν κατά πάρα πολύ τη διαπραγματευτική τακτική του “ζητάω 10 γιατί θέλω 5”. Οι απαιτήσεις τους είναι εξωφρενικές σε τέτοιο βαθμό που δεν επιτρέπουν ούτε καν έναν διάλογο να ξεκινήσει, πόσο δε μάλλον να ολοκληρωθεί επιτυχώς. Εξού και η δημόσια αντιπαράθεση Δένδια-Τσαβούσογλου στην Άγκυρα. Το χειρότερο δε, είναι πως θέλουν πραγματικά όλα όσα ζητάνε, ανεξαιρέτως! Δεν μπλοφάρουν, εννοούν όσα λένε και το έχουν αποδείξει επανειλημμένα.

Είναι σημαντικό, επίσης, να σημειώσουμε ότι όλα αυτά που θέτουν στο τραπέζι ως διεκδικήσεις, τα έχουν τάξει και προπαγανδίσει στον τουρκικό λαό με μεθοδικότητα εδώ και δεκαετίες. Ακόμα, λοιπόν, κι αν ήθελαν οι κυβερνώντες να μπλοφάρουν με εμάς, δεν είναι δυνατόν να το κάνουν το ίδιο εύκολα με το λαό τους, καθώς η αντίδραση θα είναι απρόβλεπτα μεγάλη και σίγουρα όχι κάτι που θα αφήσει η εκεί αντιπολίτευση να πέσει κάτω. Να θυμηθούμε μόνο τις αντιδράσεις εντός της τουρκικής Βουλής σε δήλωση τούρκου υπουργού ότι η Ελλάδα έχει “καταπατήσει 18 νησιά”. Η αντιπολίτευση εξερράγη και τον κατηγόρησε ούτε λίγο ούτε πολύ για εθνική μειοδοσία, λέγοντας ότι τα “καταπατημένα” νησιά δεν είναι 18 αλλά…153.

Αυτό, όπως γίνεται εύκολα αντιληπτό, είναι ένα εκρηκτικό μίγμα: υπέρμετρες επεκτατικές απαιτήσεις, προπαγανδισμένες ως “εθνικά δίκαια”, σε έναν μεθοδικά φανατισμένο λαό. Ο πήχης έχει ανέβει πολύ ψηλά. Μπορεί άραγε κανείς να φανταστεί το τρόπο με τον οποίο θα παρουσιάσει η τουρκική κυβέρνηση μια συμβιβαστική συμφωνία που π.χ. δεν θα περιλαμβάνει την…“επανάκτηση” των νησιών που οι “κακοί” Έλληνες έχουν “καταπατήσει”; Μπορεί κανείς να διανοηθεί το μούδιασμα, τις αντιδράσεις του τουρκικού λαού και τις ταραχές που θα ξεσπάσουν; Ποια είναι η “νίκη”, το αντάλλαγμα που θα τους παρουσιάσει; Αυξημένες περιοχές αλιείας για τους τούρκους ψαράδες; Παραδεχόμενη η τουρκική κυβέρνηση ότι μπλόφαρε και τους ίδιους τους πολίτες της; Λίγη σημασία έχει, βέβαια, και καθαρά ακαδημαϊκού επιπέδου είναι τα ερωτήματα, από τη στιγμή που -όπως είπαμε- δεν μιλάμε για καμία μπλόφα έτσι κι αλλιώς…

Και στην Ελλάδα, όμως, ο πήχης είναι πολύ ψηλά. Ποιες παραχωρήσεις θα τολμούσε άραγε να κάνει η οποιαδήποτε ελληνική κυβέρνηση που θα ικανοποιούσε τη Τουρκία αρκετά ώστε να υπογράψει; Τι θα μπορούσε να δώσει; Τα νησιά τα ίδια αποκλείεται. Μήπως, την αποστρατιωτικοποίησή τους; Και πως θα το παρουσίαζε στον ελληνικό λαό χωρίς να ξεσπάσουν τριτοκοσμικού τύπου ταραχές; Ποιά κυβέρνηση δεν θα έπεφτε υπό το βάρος π.χ. των αντιδράσεων των νησιωτών βουλευτών και μόνο, του ίδιου του κυβερνώντος κόμματος; Σημειωτέον, ότι η οποιαδήποτε απόπειρα ικανοποίησης της Τουρκίας θέτει θέματα του άμεσου πυρήνα της Εθνικής κυριαρχίας, χειρότερα ακόμα κι από τη Συνθήκη των Πρεσπών, χωρίς -φυσικά- να θέλω επ’ ουδενί να υποβαθμίσω αυτό το ζήτημα. Οι τεράστιες αντιδράσεις για τις Πρέσπες, λοιπόν, θα ωχριούσαν μπροστά σε αυτές που θα ακολουθούσαν μετά από μια ενδεχόμενη υποχώρηση στις διαπραγματεύσεις με τη Τουρκία.